-
1 ἐπ-αν-ίημι
ἐπ-αν-ίημι (s. ἵημι), nachlassen, fahren lassen; τινὰ τῶν πόνων, ausruhen lassen von, Xen. Cyn. 7, 1; τοῖς νέοις τὰ σκληρότατα τῆς ἀγωγῆς Plut. Lyc. 22; aufgeben, unterlassen, Dem. 2, 30; δεῖ τὸν παρόντα ἐπανεῖναι φόβον 18, 177. – Gew. intr., nachlassen, von der Krankheit, Hippocr.; οὐκ ἐπανῆκε τέμνων πρίν Plat. Phaedr. 266 a; ὡς ἐπανῆκεν ὁ σῖτος Dem. 32, 25, das Getreide sank im Preise; τῶν ὄψων τὰ μὲν ϑερμὰ παραϑεῖναι, τὰ δ' ἐπανέντα, τὰ δὲ μέσως, τὰ δ' ὅλως ἀποψύξαντα Sosip. Ath IX, 378 (v. 53). – Auch pass., ἀτελής, ὃς ἐπανεῖται τὰ τέλη, dem die Abgaben erlassen worden, Poll. 8, 156; ἁρμονία ἐπανειμένη Plut. mus. 16.
См. также в других словарях:
επανίημι — ἐπανίημι (Α) [ίημι] 1. εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου («σοὶ δὲ ἐπὶ τοῡτον ἀνῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κατά μέρος, παρατώ («δεῑ δὲ ταῡτα ἐπανέντας κοινόν... τὸ πράττειν ποιῆσαι», Δημοσθ.) 3. μετριάζω, χαλαρώνω κάπως, αμελώ… … Dictionary of Greek